- αγγελόκορμος
- η , ο хорошо сложённый, божественно сложённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγελόκορμος — η, ο αυτός που έχει αγγελικό σώμα, ωραία κορμοστασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κορμί] … Dictionary of Greek